- συλλογεῖς
- συλλογεύςcollectormasc acc plσυλλογεύςcollectormasc nom/voc pl (parad-form)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροιμιογράφος — ό, ΝΑ 1. αυτός που γράφει ή συλλέγει παροιμίες, ο συλλέκτης και ερμηνευτής παροιμιών 2. στον πληθ. οι παροιμιογράφοι συλλογείς, σχολιαστές και ερμηνευτές αρχαίων παροιμιών που υπήρχαν μέσα σε κείμενα παλαιότερων εποχών και κυρίως τής κλασικής… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Λευί — Μία από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, η οποία δεν πήρε κλήρο στην κατακτημένη Χαναάν, αλλά διασκορπίστηκε σε όλη τη χώρα. Η φυλή Λ., η οποία έμεινε πιστή στον Θεό κατά το επεισόδιο του χρυσού μόσχου (Έξοδος, κβ’), καθιερώθηκε από τον Θεό στη θέση… … Dictionary of Greek